- κακοδιαιτησία
- κᾰκο-δῐαιτησία, ἡ,A bad habit of life, Sor.1.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοδιαιτησία — κακοδιαιτησία, ἡ (Α) κακή δίαιτα … Dictionary of Greek
κακοδιαιτησίαν — κακοδιαιτησίᾱν , κακοδιαιτησία bad habit of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)